διατελώ

διατελώ
(ε) (αόρ. διετέλεσα) αμετ. быть, пребывать;

διατελώ εν αγνοία — пребывать в неведении;

διετέλεσε δήμαρχος он раньше был мэром;

διατελώ πρόθυμος — остаюсь готовый к услугам...;

διατελώ όλώς υμέτερος — остаюсь преданный вам...;

διατελώ μεθ' υπολήψεως ( — или διατελώ μετά τιμής) — с совершеннейшим к вам почтением


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διατελώ" в других словарях:

  • διατελώ — διατελώ, διατέλεσα βλ. πίν. 76 Σημειώσεις: διατελώ : απαντάται και ο λόγιος τύπος του αορίστου διετέλεσα, με άτονη εσωτερική αύξηση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διατελώ — (AM διατελῶ, έω) [διατελής] βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση νεοελλ. 1. (ευγενική κατάληξη επιστολής) («διατελώ μετά τιμής, μεθ υπολήψεως») 2. φρ. «διατελῶ ὑπό τινα» είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου αρχ. 1. περατώνω, εκπληρώνω 2. εξακολουθώ να… …   Dictionary of Greek

  • διατελῶ — διατελέω bring quite to an end pres subj act 1st sg (attic epic doric) διατελέω bring quite to an end pres ind act 1st sg (attic epic doric) διατελέω bring quite to an end fut ind act 1st sg (attic epic doric) διατελέω bring quite to an end pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SCEPTICI — Graece Σκεπτικοὶ Philosophi iidem cum Pyrrhoniis fuêre. Ita enim a. Gellius l. 11. c. 5. Quos Pyrrhonios Philosophos vocamus, ii Graecô cognomine Σκεπτικοὶ appellantur. Id ferme significat, quasi Quaesitores et Consideratores. Nihil enim decernum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα …   Dictionary of Greek

  • αναρχούμαι — [άναρχος] διατελώ υπό καθεστώς αναρχίας, κακοκυβερνούμαι, κακοδιοικούμαι …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • διαγωνιώ — διαγωνιῶ ( άω) (Α) (επιτατικός τύπος τού αγωνιώ) 1. κατέχομαι από μεγάλη ανησυχία, αγωνία 2. διατελώ υπό τον φόβο κάποιου …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • ιατρεύω — (ΑΜ ἰατρεύω) [ιατρός] 1. γιατρεύω, θεραπεύω, αποκαθιστώ την υγεία κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῡντα», Πλάτ.) 2. διορθώνω, διευθετώ («τὴν φαυλότητα τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.) αρχ. 1. εξασκώ το ιατρικό επάγγελμα («τίς ὀρθῶς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»